ψιάθου

ψιάθου
ψίαθος
a rush-mat
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψίαθος — η, ΝΜΑ, και ψίεθος και ως αρσ. ψίαθος, ὁ, Α (λόγιος τ.) ψάθα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ χαμεύνη και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος» 2. παροιμ. «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”